Συρακούσιος

Συρακούσιος
και Συρακόσιος, -α, -ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α
[Συράκουσαι / Συράκοσαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Συρακούσες
2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από την παραπάνω νήσο τής Σικελίας
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Συρακουσιος και η Συρακουσια ή Συρακουσία
ο κάτοικος τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις Συρακούσες
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακουσία
(ενν. χώρα) η χώρα τών Συρακουσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακοσσίς
η γλώσσα τών Συρακουσίων
3. παροιμ. φρ. «Συρακοσία τράπεζα» — πολυτελές γεύμα (Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Συρακούσιος — Συρᾱκούσιος , Συρακούσιος a Syracusan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεμιστογένης ο Συρακούσιος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος από τις Συρακούσες, σύγχρονος ίσως του Ξενοφώντα, ο οποίος τον αναφέρει στα Ελληνικά. Έγραψε έργο με τίτλο Κύρου Ανάβασις, το οποίο δεν διασώθηκε. Πολλοί υποθέτουν πως το όνομα αυτό ήταν απλώς… …   Dictionary of Greek

  • Σωσίστρατος — Συρακούσιος πολιτικός (4ος π.Χ. αι.). Ήταν, μαζί με τον Ηρακλείδη, αρχηγός των ολιγαρχικών και αντίπαλος του Αγαθοκλή. Κατέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την εξουσία και ανατράπηκε ύστερα από εξέγερση του λαού. Στην προσπάθεια του να σωθεί,… …   Dictionary of Greek

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • Συρακουσία — Συρᾱκουσίᾱ , Συρακούσιος a Syracusan fem nom/voc/acc dual Συρᾱκουσίᾱ , Συρακούσιος a Syracusan fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακουσίας — Συρᾱκουσίᾱς , Συρακούσιος a Syracusan fem acc pl Συρᾱκουσίᾱς , Συρακούσιος a Syracusan fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακουσίων — Συρᾱκουσίων , Συρακούσιος a Syracusan fem gen pl Συρᾱκουσίων , Συρακούσιος a Syracusan masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακούσιον — Συρᾱκούσιον , Συρακούσιος a Syracusan masc acc sg Συρᾱκούσιον , Συρακούσιος a Syracusan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHORMIS Arcas — equam aere fusam Olympiae dedicavit, cui hippomanes cum inesset, equi incitabantur ad rabiem haud secus, ac si viva spiransque esset, et Veneris odurem cupitum illis de longinquo afflaret, Pausanias de Arcad. Unde Theocritus, Ἱππομανὲς χυτόν ἐςτι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”