- Συρακούσιος
- και Συρακόσιος, -α, -ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α[Συράκουσαι / Συράκοσαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Συρακούσες2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από την παραπάνω νήσο τής Σικελίας3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Συρακουσιος και η Συρακουσια ή Συρακουσίαο κάτοικος τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις Συρακούσεςαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακουσία(ενν. χώρα) η χώρα τών Συρακουσών2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακοσσίςη γλώσσα τών Συρακουσίων3. παροιμ. φρ. «Συρακοσία τράπεζα» — πολυτελές γεύμα (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.